- ζουριάζω
- 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί»)2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, -η, -ομικρός στο ανάστημα, καχεκτικός3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι λεμονιές»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζούρα (Ι) + -ιάζω. Κατ' άλλη άποψη < σειριάζω < αρχ. σειριάω «καίω» < σείριος «καυτερός» < Σείριος (ο γνωστός αστέρας), οπότε το ζούρα(Ι)* θεωρείται και αυτό υποχωρητικό παρ. του ζουριάζω όπως το ζούρα*].
Dictionary of Greek. 2013.