ζουριάζω

ζουριάζω
1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί»)
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, -η, -ο
μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός
3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι λεμονιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζούρα (Ι) + -ιάζω. Κατ' άλλη άποψη < σειριάζω < αρχ. σειριάω «καίω» < σείριος «καυτερός» < Σείριος (ο γνωστός αστέρας), οπότε το ζούρα(Ι)* θεωρείται και αυτό υποχωρητικό παρ. του ζουριάζω όπως το ζούρα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζουριάζω — ιασα, ζουριασμένος, η, ο 1. μτβ., κάνω κάτι ή κάποιον καχεκτικό, τον μαραζιάζω, τον κατσιάζω. 2. αμτβ., γίνομαι ατροφικός (καχεκτικός), μαραζώνω, μαραζιάζω. 3. η μτχ. παθ. πρκ., ζουριασμένος, η, ο καχεκτικός, μαραμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζούρα — (I) η 1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα 2. καχεξία, μαρασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*]. (II) ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ) 1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση 2. τόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura] …   Dictionary of Greek

  • ζούρια — η καχεξία, ατροφία, μαρασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*] …   Dictionary of Greek

  • ζούριασμα — το [ζουριάζω] ατροφία, μαρασμός, καχεξία, ζούρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”